- ἀριθμητικά
- ἀριθμητικόςofneut nom/voc/acc plἀριθμητικά̱ , ἀριθμητικόςoffem nom/voc/acc dualἀριθμητικά̱ , ἀριθμητικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀριθμητικάν — ἀριθμητικά̱ν , ἀριθμητικός of fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητικάς — ἀριθμητικά̱ς , ἀριθμητικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητική — Κλάδος της εφαρμοσμένης φυσικής που μελετά την εκτόξευση και την κίνηση των σωμάτων στον χώρο, καθώς και τα αποτελέσματα της εισχώρησης και της έκρηξής τους στον στόχο. Τα σώματα αυτά μπορεί να είναι βλήματα πυροβόλων όπλων, βόμβες αεροσκαφών και … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
διανεμητικός — ή, ό (Α διανεμητικός, ή, όν) [διανέμω] 1. ικανός να διανέμει το σύνολο ή μέρος τού συνόλου, μεριστικός 2. αυτός που μπορεί να διανεμηθεί νεοελλ. φρ. διανεμητικά αριθμητικά α) στην Αρχαία Ελληνική, σύνθετα αριθμητικά που σχηματίζονται με την… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
πολλαπλασιαστικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει 2. φρ. α) «πολλαπλασιαστικά αριθμητικά» ή, απλώς, «πολλαπλασιαστικά» τα αριθμητικά που λήγουν σε πλος, πλους και δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι ή από πόσα μέρη… … Dictionary of Greek